- ζύμη
- η1) дрожжи; закваска (тж. перен. ); 2) тесто; 3) см. ζυμομύκης;
§ όλοι από την ίδια ζύμη είναι καμωμένοι — все они из одного и того же теста сделаны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ όλοι από την ίδια ζύμη είναι καμωμένοι — все они из одного и того же теста сделаны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
ζύμη — η 1. προζύμι, μαγιά: Δε γίνεται ψωμί χωρίς ζύμη. 2. ζαχαρομύκητες που προκαλούν την αλκοολική ζύμωση. 3. ποιότητα ψυχική: Δεν είναι φτιαγμένος από καλή ζύμη. 4. παράγοντας που προκαλεί την εμφάνιση σειράς γεγονότων: Οι δηλώσεις του προέδρου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζύμη — ζύ̱μη , ζύμη leaven fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύμῃ — ζύ̱μῃ , ζύμη leaven fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… … Dictionary of Greek
Ферменты — Модель фермента нуклеозидфосфорилазы Ферменты, или энзимы (от лат. f … Википедия
Биокатализаторы — Модель фермента нуклеозид фосфорилазы Ферменты или энзимы (от лат. fermentum, греч. ζύμη, ἔνζυμον дрожжи, закваска) обычно белковые молекулы или молекулы РНК или их комплексы, ускоряющие (катализирую … Википедия
Фермент — Модель фермента нуклеозид фосфорилазы Ферменты или энзимы (от лат. fermentum, греч. ζύμη, ἔνζυμον дрожжи, закваска) обычно белковые молекулы или молекулы РНК или их комплексы, ускоряющие (катализирую … Википедия
Ферментативный — Модель фермента нуклеозид фосфорилазы Ферменты или энзимы (от лат. fermentum, греч. ζύμη, ἔνζυμον дрожжи, закваска) обычно белковые молекулы или молекулы РНК или их комплексы, ускоряющие (катализирую … Википедия